Τετάρτη, Απριλίου 11, 2007

Εσωτερική εκπαιδευτική πολιτική και εσωτερική αξιολόγηση εκπαιδευτικών μονάδων.

Μυτιλήνη
2 Απριλίου 2007


Εισαγωγή. 2
Εσωτερική Εκπαιδευτική πολιτική. 2
Εσωτερική Αξιολόγηση εκπαιδευτών μονάδων. 5
Πλαίσιο αυτοαξιολόγησης. 7
Συμπεράσματα. 7
Βιβλιογραφία. 8
Εισαγωγή
Στη διαδικασία διαμόρφωσης και άσκησης της εκπαιδευτικής πολιτικής αναδεικνύονται συνήθως δύο ομάδες: από τη μια οι φορείς που διαμορφώνουν και αποφασίζουν την εκπαιδευτική πολιτική και από την άλλη οι φορείς που καλούνται να την εφαρμόσουν. Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται ότι οι δύο ομάδες φορέων είναι εντελώς διαφορετικές. Η εκπαιδευτική πολιτική γίνεται λίγο ως πολύ ερήμην της εκπαιδευτικής κοινότητας η οποία απλά καλείται να συμμορφωθεί με τις επιταγές και τις αποφάσεις της κάθε κυβέρνησης. (Αθανασούλα 1999 σελ. 125)
Από την άλλη δε νοείται καμία διαδικασία χωρίς την αποτίμηση και τον εκ των υστέρων αναστοχασμό για την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας αλλά και την επισήμανση των σημείων που θα βοηθούσαν στην βελτίωση της διαδικασίας την επόμενη φορά που θα επαναληφθεί. Η αναγκαιότητα αυτή είναι ακόμα πιο επιτακτική όταν η εν λόγω διαδικασία είναι η εκπαιδευτική διαδικασία όπου έχει άυλα αποτελέσματα και απορροφά μεγάλα ποσά δημοσίου χρήματος. Στη Ελλάδα όμως έχουμε τραυματικές εμπειρίες από επιθεωρητές που καμία σχέση δεν είχαν με την εκπαιδευτική έρευνα η οποία είναι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου. Έτσι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου πρέπει να ξεκινήσει επιτέλους και στην Ελλάδα μέσα από την ίδια την σχολική μονάδα με αυτοαξιολόγηση. Και η διαδικασία αυτή να ξεκινήσει από το σύλλογο διδασκόντων.
Με αυτές τις δύο πολύ κρίσιμες παραμέτρους της σχολικής ζωής θα ασχοληθούμε σε αυτή την εργασία αναλύοντας τον τρόπο που πρέπει να αφυπνιστεί η σχολική μονάδα και να πάψει να είναι εκτελεστικό όργανο αλλά ένα ζωντανό κύτταρο που κριτικά διαμορφώνει την λειτουργία του και αποτιμά, αλλά και λογοδοτεί, για το έργο που προσφέρει στην κοινωνία.
Εσωτερική Εκπαιδευτική πολιτική
Οι αποφάσεις του υπουργείου παιδείας αναγκαστικά έχουν γενικό χαρακτήρα και απαιτούν γενικευμένη εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο. Η πρακτική αυτή καλύπτεται ιδεολογικά και με το επιχείρημα της εξασφάλισης ισότητας ευκαιριών μπροστά στην εκπαίδευση και της εξασφάλισης πόρων για δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση.
Αυτή η ισοπεδωτική πολιτική είναι καταστροφική αφού αντιμετωπίζει όλες τις σχολικές μονάδες ομοιόμορφα χωρίς να λαμβάνει υπόψη πολύ σημαντικούς κοινωνικούς, πολιτιστικούς και γεωγραφικούς παράγοντες που επηρεάζουν την εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής στην πράξη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες πρέπει να αλλάξει η πολιτική αυτή στρέφοντας το ενδιαφέρον στην εξίσωση αποτελεσμάτων (και όχι ευκαιριών) για μια ισόρροπη ανάπτυξη.
Από την άλλη είναι απαραίτητη η δραστηριοποίηση της εκπαιδευτικής κοινότητας με την άσκηση εσωτερικής πολιτικής σε αντιπαράθεση της άβουλης εφαρμογής εγκυκλίων στην αντιμετώπιση πολύ ειδικών προβλημάτων που παρατηρούνται τοπικά. Τα τοπικά προβλήματα (σεξουαλικότητας, πορνογραφίας, χρήση κινητών, χρήση ουσιών και αλκοόλ) το τελευταίο καιρό αναδεικνύονται όλο και περισσότερο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποδεικνύοντας την αδυναμία του κεντρικού κράτους να παρέμβει. Έρευνες έχουν δείξει (Preedy 1993) ότι η ουσιαστική συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε θέματα που αφορούν τους ίδιους, αλλά και στη διαδικασία διαμόρφωσης της γενικότερης «πολιτικής» των εκπαιδευτικών οργανισμών, επηρεάζει θετικά την αποτελεσματικότητα των οργανισμών αυτών.
Οι άξονες της εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής είναι η συμβολή στην διαμόρφωση της κεντρικής εκπαιδευτικής πολιτικής και η κριτική υποδοχή και εφαρμογή των αποφάσεως της κεντρικής διοίκησης. Προϋποθέσεις για αυτή είναι η αποκέντρωση της διοίκησης αλλά και το ενιαίο όραμα από το προσωπικό που διαμορφώνεται με την συμμετοχή και τη δημοκρατική λειτουργία μέσω της συλλογικότητας και της αντιπροσωπευτικότητας. Σημαντικό είναι και η σύνδεση της σχολικής μονάδας με την τοπική κοινωνία και της υποστήριξη της μονάδας στην αντιμετώπιση προβλημάτων που έχουν κοινωνική προέλευση.
Τα ζητήματα βάζουν τροχοπέδη σε αυτή την προοπτική είναι η παραίτηση των εκπαιδευτικών που παρεμποδίζονται στην επαγγελματική τους ανάπτυξη. Η ασφυκτική συγκεντρωτική πολιτική διαμορφώνει εκπαιδευτικούς που μεταθέτουν τις ευθύνες προς τα πάνω και αποφεύγουν την ανάληψη αυτών από τους ίδιους.
Σύμφωνα με (Μαυρογιώργος 1999 σελ. 142) οι τομείς που πρέπει η εκπαιδευτική κοινότητα της κάθε σχολικής μονάδας να παρεμβαίνει διαμορφώνοντας την εσωτερική της πολιτική είναι:
Αναλυτικό πρόγραμμα. Το αναλυτικό πρόγραμμα πέρα από τον κύριο κορμό που θα είναι κοινός για όλη την επικράτεια θα πρέπει να μπορεί να διαμορφώνεται και να εφαρμόζεται ελαστικά από τον εκάστοτε σύλλογο με σκοπό την αντιμετώπιση τοπικών προβλημάτων υποεκπαίδευσης και πολιτισμικής και κοινωνικής σύνθεσης του μαθητικού πληθυσμού αλλά και να προσαρμόζεται στα χαρακτηριστικά της τοπικής κοινωνίας.
Διδασκαλία που προσαρμόζεται σύμφωνα με τις ανάγκες του μαθητικού πληθυσμού, τις συνθήκες της εκπαιδευτικής μονάδας αλλά και τις προτιμήσεις του εκάστοτε διδάσκοντα. Είναι αλήθεια ότι ο τομέας της διδασκαλίας είναι αυτός που είναι ο πιο ελεύθερος στην διαμόρφωση του και είναι ευθύνη του διδάσκοντος.
Εξουσία που έως σήμερα είναι αυταρχικού τύπου πρέπει να αλλάξει και να προσανατολιστεί σε συναποφασιστικό τρόπο λήψης αποφάσεων. Αυτό θα γίνει με εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε ομάδες εκπαιδευτικών του συλλόγου, εκπαιδευτικών της σχολικής μονάδας, που θα αναλάβουν διάφορους τομείς αρμοδιότητας. Η διαδικασία αυτή τονώνει την αυτοεκτίμηση του εκπαιδευτικού που μεταμορφώνεται σε ενεργητικό και υπεύθυνο μέλος της κοινότητας (Αθανασούλα 1999).
Υλικά. Η διοίκηση έχει στόχο τον συντονισμό των ανθρώπινων και υλικών πόρων για παροχή εκπαίδευσης με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Τα μέσα αυτά θα ελέγχονται από μια ομάδα εκπαιδευτικών που θα ασχολείται με το αντικείμενο αυτό (όπως αναλύθηκε παραπάνω) και θα πρέπει να αποκτούνται και να διατίθονται με ευέλικτο και ορθολογιστικό τρόπο. Κάποτε πρέπει να σταματήσει το γνωστό «το υπουργείο δε μου χορήγησε αυτό άρα δε μπορώ να κάνω καλά τη δουλειά μου» αλλά να βρίσκουμε λύσεις ακόμα και μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας (Κουτούζης Α., 1999).
Ανθρώπινο δυναμικό. Για το ανθρώπινο δυναμικό της κάθε σχολικής μονάδας ο στόχος της διοίκησης πρέπει να είναι διπλός της αξιοποίησης και της ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει ότι κανείς δε περισσεύει στο εκπαιδευτικό σύστημα και όλοι πρέπει να αξιοποιούνται κατάλληλα. Από εκεί και πέρα μέσα από ένα σύστημα αξιολόγησης που αναλύεται παρακάτω εντοπίζονται αδυναμίες και ελλείψεις και σχεδιάζεται ο τρόπος αντιμετώπισης τους με τρόπο συνεχούς ανάπτυξης και επαγγελματικής εξέλιξης του προσωπικού.
Χρόνος. Ο χρόνος της εκπαιδευτικής ζωής πρέπει να σχεδιάζεται και να προγραμματίζεται με ευθύνη του συλλόγου διδασκόντων με διαδικασία καθορισμού αντικειμενικών σκοπών και προσδιορισμού μεθόδων και τρόπων επίτευξης τους. Ο προγραμματισμός που μπορεί να είναι στρατηγικός (μακρόπνοος) ή λειτουργικός (μεσοπρόθεσμος) μπορεί να χρησιμεύσει λειτουργώντας προστατευτικά, επιθετικά και συντονιστικά. Ο συγκεντρωτικός τύπος του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος επηρεάζει το στρατηγικό προγραμματισμό των εκπαιδευτικών μονάδων. Σε κάθε είδους προγραμματισμό όμως πρέπει να ακολουθείται η διαδικασία με τη σειρά που αναφέρεται παρακάτω: καθορισμός στόχων, ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων, διερεύνηση συνθηκών, αξιολόγηση εναλλακτικών λύσεων, επιλογή της πιο κατάλληλης λύσης, διαμόρφωση επιμέρους σχεδίων και τέλος εφαρμογή των σχεδίων. Πρέπει να επισημανθεί η ιδιομορφία και οι ιδιαιτερότητες του εκπαιδευτικού προγραμματισμού ακριβώς λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών λειτουργίας.
Οικονομία. (Χαλκιώτης Δ., 1999)Η εκπαιδευτική μονάδα συμπεριφέρεται ως σύστημα με εισροές (χρήμα, χρόνος, πληροφόρηση, προσωπικό, υλικό, διδασκόμενοι, εξοπλισμός και κτιριολογικά) και αντίστοιχα μετά από τη διαδικασία της εκπαίδευσης οι εκροές (μάθηση, γνώση, δεξιότητες και στάσεις- συμπεριφορές). Η επιδίωξη από οικονομική σκοπιά σε ένα τέτοιο σύστημα είναι η αύξηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας ή καλύτερα του λόγου κόστους αποτελεσματικότητας. Η διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί προς την κατεύθυνση αυτή είναι τα παρακάτω βήματα.
1. Εξειδίκευση των στόχων του προγραμματισμού με κλίμακα
2. Σχεδίαση εναλλακτικών πολιτικών για την επίτευξη των στόχων και με την βοήθεια της παραπάνω κλίμακας που μας αποδίδει την αποτελεσματικότητα της λύσης υπολογίζουμε τους λόγους κόστους αποτελεσματικότητας.
3. Απόδοση συντελεστών στάθμισης και επιλογή πολιτικής με τον υψηλότερο λόγο.
Παρόμοια πρέπει να είναι και η λογική που πρέπει να διέπει την σύνταξη προϋπολογισμού αφού πρέπει να εγκαταλειφθεί ο παραδοσιακός προϋπολογισμός και να γίνεται προϋπολογισμός σχεδιασμού και προγραμματισμού.
Εσωτερική Αξιολόγηση εκπαιδευτών μονάδων
Σε ένα συγκεντρωτικό σύστημα όπως της Ελλάδας όπου οι εκπαιδευτικές εισροές προδιαγράφονται και ελέγχονται αυστηρά (η μορφή, το περιεχόμενο και οι πρακτικές της εκπαίδευσης) η δυνατότητα παρακολούθησης και ελέγχου τόσο των εκπαιδευτικών διαδικασιών όσο και εκροών είναι περιορισμένη. Αυτό επιβεβαιώνεται καθημερινά από την σχολική καθημερινότητα όπου η διοίκηση έχει αδυναμία για ουσιαστικό ποιοτικό έλεγχο της εκπαίδευσης.
Η λύση στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου πρέπει να αναζητηθεί όμως στην αντίθετη κατεύθυνση. Αντί λοιπόν να υλοποιούμε ένα μοντέλο επιθεώρησης που επιβάλλεται από πάνω προς τα κάτω θα πρέπει να δομήσουμε ένα μοντέλο (αυτό)-ελέγχου με στόχο την ανάπτυξη και βελτίωση του σχολείου με βάση τις δικές του δυνάμεις. Αυτό πραγματώνεται μέσα από μια σειρά πρακτικές που εντάσσονται στο μοντέλο της σχολικής αυτοαξιολόγησης μαζί με την αυτοαποτίμηση των εκπαιδευτικών. Σε αυτό το μοντέλο δίνεται ρητή προτεραιότητα στη διαδικασία επαγγελματικής βελτίωσης και ανάπτυξης και κυρίως της θεραπείας αδυναμιών που εντοπίζονται στις σχολικές μονάδες. Έτσι ο προγραμματισμός δράσεων και η επιδίωξη της υλοποίησής τους είναι σημαντικό συστατικό στοιχείο της σχολικής αυτοαξιολόγησης.
Η αυτοαξιολόγηση έχει σκοπό την κριτική συνειδητοποίηση, την ενδυνάμωση, την αυτενέργεια, την αυτονομία αλλά και την αλλαγή των εκπαιδευτικών πρώτα σε ένα παιδαγωγικό πλαίσιο και στη συνέχεια ως αποτέλεσμα αυτών, την συνολική βελτίωση της σχολικής μονάδας.
Η αυτοαξιολόγηση ως στρατηγικός προγραμματισμός στοχεύει στην ευρεία συμμετοχή όχι μόνον των εκπαιδευτικών αλλά και των γονέων και των μαθητών (ίσως και τοπικών φορέων) στην συλλογή δεδομένων και στη λήψη αποφάσεων, την ισότιμη αντιμετώπιση απόψεων, τη συλλογική ερμηνεία και διαπραγμάτευση θέσεων, αξιών και δεδομένων. Το αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας είναι η διαπίστωση των αδυναμιών, η λήψη δημοκρατικών αποφάσεων για προγραμματισμό και ανάληψη δράσεων.
Με αυτόν τον τρόπο έχουμε μια μετατόπιση της παρακολούθησης και του ελέγχου από το εξωτερικό της σχολικής μονάδας στο εσωτερικό της. Έτσι ο οργανισμός γίνεται μια αυτορυθμιζόμενη κοινότητα διαφορετικών ομάδων συμφερόντων και αξιών μέσα από συστηματικές διαδικασίες διαπραγμάτευσης και επίλυσης προβλημάτων.
Η αυτοαξιολόγηση μπορεί να πλαισιωθεί με την αλληλοαξιολόγηση των εταίρων της σχολικής κοινότητας πάντα όμως με την φιλοσοφία της εξέλιξης και βελτίωσης.


Πλαίσιο αυτοαξιολόγησης
Σύμφωνα με τον John MacBeath (2001 σελ. 139) η αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας πρέπει να διέπεται από ενιαία φιλοσοφία και κατευθυντήριους άξονες των διαδικασιών αλλά και σύνολο κριτηρίων και εργαλεία μεθοδολογίας.
Η φιλοσοφία της αυτοαξιολόγησης είναι η αυτογνωσία του εκπαιδευτικού και ως προέκταση της σχολικής μονάδας που στοχεύει στην βελτίωση και την συνεχή εξέλιξη μέσα από μια διαδικασία θεραπείας των αδυναμιών που θα εντοπιστούν από την διαδικασία της αυτοαξιολόγησης.
Οι κατευθυντήριοι άξονες της αυτοαξιολόγησης εκπαιδευτικών αλλά και συνολικά της μονάδας είναι τρεις. Σε τι είμαι καλός; Σε τι μπορώ να γίνω καλύτερος; Ποιος μπορεί να βοηθήσει;
Τα κριτήρια ως σύνολο παραγώγων ερωτημάτων των βασικών αξόνων αυτοαξιολόγησης είναι αυτά που θα λειτουργήσουν ως δείκτες για την αποτίμηση της σχολικής κατάστασης και θα δώσουν μια σαφή εικόνα για αυτή.
Τέλος πρέπει να γίνει προσεκτική επιλογή μεθόδων και εργαλείων μέσα από μια πλειάδα που μας προτείνει η εκπαιδευτική έρευνα για την επίτευξη των στόχων. Η πιο συνηθισμένη είναι η ποσοτική μέθοδος με ερωτηματολόγια χωρίς αυτό να αποκλείει μεθόδους συνέντευξης ή παρατήρησης.
Συμπεράσματα
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι το σημερινό ελληνικό σχολείο διέπεται από μια λογική συγκεντρωτικής εξουσίας με αυταρχικές και αποσπασματικές λύσεις. Το σχολείο κλείνεται στον εαυτό του απομονωμένο, καταλογίζοντας σε αυτό πολλά προβλήματα που προέρχονται από την κοινωνία και αδυνατεί να τα λύσει χωρίς την βοήθεια της κοινωνίας. Σε αυτό το σχολείο ο εκπαιδευτικός ασφυκτιά, και δρα ατομικά και πολλές φορές με μόνο κίνητρο το φιλότιμο του, αυτοσχεδιάζοντας, ενώ το όλο σύστημα θέλει το έλληνα εκπαιδευτικό, σε διοικητικό επίπεδο, τυπικό διεκπεραιωτή διαδικασιών.
Το σχολείο αυτό έχει φτάσει στα όρια του. Πρέπει να αλλάξει και πρέπει να αλλάξει σύντομα σε μια λογική συνεργασίας, ανάδειξης, εξέλιξης και αξιοποίησης των εκπαιδευτικών. Απαραίτητη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της αποτελεσματικότητας με την στήριξη του προσωπικού μέσα από ευέλικτες διαδικασίες. Τέλος το πιο δύσκολο από όλα είναι η αλλαγή της ιεραρχικής γραφειοκρατικής δομής μέσα από εκχώρηση αρμοδιοτήτων με παράλληλη αποτίμηση και αξιολόγηση της όλης διαδικασίας της εκπαίδευσης.
Ο μόνος τρόπος για να γίνουν όλα αυτά είναι πολιτικές αποφάσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Παράλληλα πρέπει να παροτρυνθούν οι εκπαιδευτικές μονάδες για την καλλιέργεια εσωτερικής πολιτικής (και όχι εσωτερικών κανονισμών) και κουλτούρας σύμφωνα με τις εκάστοτε συνθήκες και πόρους της μονάδας. Τέλος η κοινωνική λογοδοσία είναι απαραίτητη ως αποτέλεσμα της εκχώρησης αρμοδιοτήτων σαν διαδικασία αποτίμησης, κριτικού αναστοχασμού των διαδικασιών και των αποτελεσμάτων για την λήψη μέτρων συνεχούς βελτίωσης από κάθε πλευρά (ποιοτική, ποσοτική και οικονομική).


Βιβλιογραφία
-Αθανασούλα Α. (1999) «Λήψη αποφάσεων στο χώρο της εκπαίδευσης» στο Αθανασούλα – Ρέππα Α.,Κουτούζης Μ.,Μαυρογιώργος Γ.,Νιτσόπουλος Β., Χαλκιώτης Δ., «Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων», Τόμος Α΄, Εκπαιδευτική Διοίκηση και Πολιτική, ΕΑΠ Πάτρα.
-Ανθοπούλου Σ.-Σ., (1999), «Διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού», στο Α. Αθανασούλα – Ρέππα, Σ.-Σ. Ανθοπούλου, Σ. Κατσουλάκης, Γ. Μαυρογιώργος «Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων», Τόμος Β΄, Εκπαιδευτική Διοίκηση και Πολιτική, ΕΑΠ Πάτρα.
-Κουτούζης Α., (1999), «Η εκπαιδευτική μονάδα ως οργανισμός», στο Αθανασούλα – Ρέππα Α.,Κουτούζης Μ.,Μαυρογιώργος Γ.,Νιτσόπουλος Β., Χαλκιώτης Δ., «Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων», Τόμος Α΄, Εκπαιδευτική Διοίκηση και Πολιτική, ΕΑΠ Πάτρα.
-MacBeath John (2001) «Η αυτοαξιολόγηση στο σχολείο Ουτοπία και πράξη» Ελληνικά Γράμματα Αθήνα.
-Μαυρογιώργος Γ. (1999) «Η εκπαιδευτική μονάδα ως φορέας διαμόρφωσης και άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής» στο Αθανασούλα – Ρέππα Α.,Κουτούζης Μ.,Μαυρογιώργος Γ.,Νιτσόπουλος Β., Χαλκιώτης Δ., «Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων», Τόμος Α΄, Εκπαιδευτική Διοίκηση και Πολιτική, ΕΑΠ Πάτρα.
-Preedy M. (ed.) (1993) «Managing the Effective School, The Open University» Paul Chapman Publishing Ltd, London
-Χαλκιώτης Δ., (1999), «Εκπαιδευτική διοίκηση και οικονομικά», στο Αθανασούλα – Ρέππα Α.,Κουτούζης Μ.,Μαυρογιώργος Γ.,Νιτσόπουλος Β., Χαλκιώτης Δ., «Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων», Τόμος Α΄, Εκπαιδευτική Διοίκηση και Πολιτική, ΕΑΠ Πάτρα.